ξύστρων

ξύστρων
ξύ̱στρων , ξῦστρον
scythe
neut gen pl
ξυστρόω
channel
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ξυστρόω
channel
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυστρῶν — ξύστρα scraper fem gen pl ξυστρόω channel pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξυστρόω channel pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξυστρόω channel pres part act masc nom sg ξυστρόω channel pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”